- ζατήσασθαι
- ζᾱτήσασθαι , ζητέωseekaor inf mid (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζατώ — ζατῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) 1. «φράζω» 2. μέσ. ζατοῡμαι, όομαι (κατά τον Ησύχ. «ζατήσασθαι αἰσθέσθαι» … Dictionary of Greek